- φράτορες
- φρά̱τορες , φράτηρmember of amasc nom/voc plφρά̱τορες , φράτωρmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ФРАТРИИ — • Φράτορες (φράτερες) и Φρατρία, см. Φυλή, Фила, 2. 7 … Реальный словарь классических древностей
NOVEMVIRI — apud Athenienses fuêre inter praecipuos eorum Magistratus, qui annuô Imperiô defungebantur sic: ut unusillorum Archon diceretur Fastosque signaret, alter Rex, tertius Polemarchus, reliqui sex Thesmothetae, teste Polluce l. 8. c. 9. Quos… … Hofmann J. Lexicon universale
LIBERI — apud Graecos 4. erant generum, teste Eust. in Hom. Γνήσιοι, Νότοι, Σκότιοι et Παρθηνίαι Γνήσιος, aliter Ι᾿θαγενὴς dicebatur, qui e matre cive natus esset, Lat. Legitimus. Non enim omnes sine ullo discrimine Liberi, quos patres tollebant in… … Hofmann J. Lexicon universale
PARENTES — a PARIENDO dicti, magno in honore ubique habiti sunt. Cum enim natura exiguam hominibus vitae periodum circumscripserit, eiusque usuram dederit, tamquam pecuniae, nullâ praestitutâ die, facile suis exhauriretur civitas civibus, nisi cives… … Hofmann J. Lexicon universale
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
μειαγωγία — μειαγωγία, ἡ (Α) [μειαγωγός] η προσφορά τού αρνιού, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες … Dictionary of Greek
μειαγωγός — μειαγωγός, όν (Α) αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] … Dictionary of Greek
μειαγωγώ — μειαγωγῶ, έω (Α) [μειαγωγός] 1. πηγαίνω το αρνί, που πρόκειται να θυσιαστεί, στους φράτορες για ζύγισμα 2. θυσιάζω 3. είμαι λιποβαρής 4. ζυγίζω, ζυγοστατώ 5. μετρώ … Dictionary of Greek